- ρυγχοειδής
- -ές, Ναυτός που μοιάζει με ρύγχος («ρυγχοειδές στόμα»).[ΕΤΥΜΟΛ. < ρύγχος + -ειδής*. Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμ. Νοννότη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ρυγχόμορφος — η, ο, Ν ρυγχοειδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρύγχος + μορφή] … Dictionary of Greek